εκστροφή

εκστροφή
η
1) выворачивание, вывёртывание наизнанку; 2) мед. выворот, экстрофия;

εκστροφή της ουροδόχου κύστεως — выворот мочевого пузыря


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εκστροφή" в других словарях:

  • ἐκστροφῇ — ἐκστροφή dislocation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστροφή — dislocation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκστροφή — η (AM ἐκστροφή) 1. η ενέργεια τού εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή 2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση 3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι 4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.) 5. (για μάτια)… …   Dictionary of Greek

  • ἐκστροφαί — ἐκστροφή dislocation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστροφῆς — ἐκστροφή dislocation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστροφήν — ἐκστροφή dislocation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκστροφή — ἡ, Α 1. το να στρέφεται κανείς προς κάποιον 2. φρ. «παρεκστροφαὶ προσώπων» (για εραστές) η στροφή τού προσώπου τού ενός προς το πρόσωπο τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκστροφή (< ἐκστρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՂՄԵԽԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0248 Chronological Sequence: Early classical գ. ՄԵՂՄԵԽԱՆՔ կամ ՄԵՂՄԵՂԱՆՔ. ὐπουλότης vitium latens et incultum κολακία adulatio κακουργία fraus, stellionatus ἑκστροφή inversio եւն. Կեղծաւորութիւն. մեղմ եւ պատիր գործ՝ ձայն, եւ հայեցուած …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԵՂՄԵՂԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0248 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ՄԵՂՄԵԽԱՆՔ կամ ՄԵՂՄԵՂԱՆՔ. ὐπουλότης vitium latens et incultum κολακία adulatio κακουργία fraus, stellionatus ἑκστροφή inversio եւն. Կեղծաւորութիւն. մեղմ եւ պատիր գործ՝ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐκστροφάς — ἐκστροφά̱ς , ἐκστροφή dislocation fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»